Η συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Ιράν μοιάζει εύθραυστη και προσωρινή, καθώς η Αγκυρα έχει επιλέξει να παίζει με τη φωτιά, υποδαυλίζοντας τον φανατισμό και εργαλειοποιώντας τον αντιαμερικανισμό και τον αντισημιτισμό, ενώ το Τελ Αβίβ δεν διστάζει να επιβάλει τις κόκκινες γραμμές του με στρατιωτικά μέσα.
Στις 24 Ιουνίου, ο Ντόναλντ Τραμπ πέτυχε μια αστραπιαία εκεχειρία έπειτα από δώδεκα ημέρες πολέμου μεταξύ Ισραήλ και Ιράν. Παρά τις θριαμβολογίες περί «ιστορικής συμφωνίας», οι περισσότεροι ειδικοί εκτιμούν ότι η εκεχειρία είναι εύθραυστη και προσωρινή.
Πολιτικοί αναλυτές όπως ο Gideon Rachman και ο Vali Nasr υπογραμμίζουν ότι μια καθαρά στρατιωτική λύση, χωρίς ευρύτερη διπλωματική συμφωνία, δεν μπορεί να εξασφαλίσει βιώσιμη ειρήνη. Το
Ισραήλ θεωρεί ότι διατηρεί το «δικαίωμα προληπτικών πληγμάτων», ενώ το
Ιράν επιμένει ότι δεν θα σταματήσει το πυρηνικό του πρόγραμμα. Σύμφωνα
με τον διεθνή Τύπο, η Μέση Ανατολή παραμένει σε κατάσταση διαρκούς
ανάφλεξης.
Το ερώτημα αν η επόμενη μεγάλη σύγκρουση θα είναι
ανάμεσα στο Ισραήλ και στην Τουρκία απασχολεί πλέον σοβαρά διπλωματικούς
κύκλους και αμυντικά ινστιτούτα. Ο Τούρκος υπουργός Εξωτερικών,
Χακάν Φιντάν, κατήγγειλε πρόσφατα ότι «το Ισραήλ οδηγεί όλη τη Μέση
Ανατολή στο χείλος της καταστροφής», δίνοντας τροφή σε ένα αφήγημα
ύπαρξης «εθνικού κινδύνου». Η Αγκυρα εργαλειοποιεί συστηματικά την κρίση
για να καλλιεργήσει κλίμα αντισημιτισμού στο εσωτερικό.
Σύμφωνα με αναλυτές της Deutsche Welle και της «Jerusalem Post», αυτή η νεο-οθωμανική ρητορική έχει ήδη δημιουργήσει επικίνδυνη δυναμική. Σε περίπτωση στρατιωτικής αναμέτρησης, θα αντιμάχονταν δύο από τους ισχυρότερους στρατούς της περιοχής, οι οποίοι είναι εξοπλισμένοι με
σύγχρονα οπλικά συστήματα και επιπλέον έχουν και την υποστήριξη
σημαντικών συμμάχων. Γι’ αυτό, αρκετοί αναλυτές χαρακτηρίζουν μια τέτοια
σύγκρουση ως «τη μητέρα όλων των πολέμων» στη Μέση Ανατολή.
Παρά
τη σκληρή αντιπαράθεση, Ισραήλ και Τουρκία έχουν μακρά ιστορία
συνεργασίας, οικονομικής και στρατηγικής. Ακόμη και στις πιο τεταμένες
περιόδους, όπως μετά το επεισόδιο με το «Μαβί Μαρμαρά», διατήρησαν
διαύλους επικοινωνίας.
Πολλοί ειδικοί επισημαίνουν ακόμη ότι
μια αλλαγή ηγεσίας σε μία από τις δύο χώρες, ή και στις δύο, πιθανόν να
περιόριζε τη σημερινή αντιπαλότητα. Η αποχώρηση του Ερντογάν θα
αφαιρούσε από την Τουρκία τον βασικό πυλώνα του νεο-οθωμανικού
αναθεωρητισμού. Αντίστοιχα, στο Ισραήλ, μια πιο μετριοπαθής κυβέρνηση
ίσως απέφευγε τη σκληρή γραμμή που προβάλλει ο Νετανιάχου. Ωστόσο, η
απομάκρυνση ενός ηγέτη δεν εγγυάται ριζική αλλαγή. Στην Τουρκία, ο αντιισραηλινός λόγος,
στην ουσία ο αντισημιτισμός, έχει γίνει –στο εσωτερικό της χώρας–
εργαλείο για κομματική συσπείρωση. Αντίστοιχα, στο Ισραήλ η διασφάλιση
της ασφάλειας και της ύπαρξης της συνέχειας του κράτους παραμένει
υπεράνω όλων.
Συμπερασματικά, η εκεχειρία που επέβαλε ο Τραμπ
δεν μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για το τέλος των συγκρούσεων στη
Μέση Ανατολή. Είναι απλώς ένα «διάλειμμα» πριν από την επόμενη
σύγκρουση. Η Τουρκία του Ερντογάν έχει επιλέξει να παίζει με τη
φωτιά, υποδαυλίζοντας τον φανατισμό και εργαλειοποιώντας τον
αντιαμερικανισμό και τον αντισημιτισμό. Το Ισραήλ, από την άλλη πλευρά, έχει δείξει ότι δεν διστάζει να επιβάλει τις κόκκινες γραμμές του με στρατιωτικά μέσα.
Μια ένοπλη σύγκρουση Ισραήλ-Τουρκίας μπορεί να παραμένει απίθανη στο άμεσο μέλλον, αλλά όχι αδιανόητη!
Θα χρειαστεί πραγματική πολιτική αλλαγή και από τις δύο πλευρές για να σβήσει η σπίθα. Μέχρι τότε, η Μέση Ανατολή θα ζει υπό τη δαμόκλειο σπάθη μιας ανάφλεξης, που θα μπορούσε να εξελιχθεί σε έναν καταστροφικό πόλεμο.
Πηγή: tomanifesto.gr