Από τις 7 Οκτωβρίου 2023, το Ισραήλ περιγράφει τον εαυτό του ως χώρα περικυκλωμένη από επτά εστίες απειλής. Όμως, πίσω από τις γραμμές των ήδη γνωστών μετώπων, διαμορφώνεται σταθερά ένα όγδοο — λιγότερο θορυβώδες, αλλά δυνητικά πιο επικίνδυνο: η Τουρκία. Μια χώρα που πριν από δύο δεκαετίες συγκαταλεγόταν στους στενότερους εταίρους του Ισραήλ και σήμερα λειτουργεί ως φορέας επιθετικού αναθεωρητισμού σε ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο.
Όπως επισημαίνει ο Giora Eiland, πρώην υποστράτηγος των IDF, σε ανάλυσή του στη Jerusalem Post, η τουρκική στάση απέναντι στο Ισραήλ —και κατ’ επέκταση απέναντι στην Κύπρο και την Ελλάδα— δεν είναι συγκυριακή. Εδράζεται σε ένα μείγμα θρησκευτικού φανατισμού, εθνικιστικής ιδεοληψίας και μεγαλομανίας, που ενισχύθηκε κατακόρυφα με την άνοδο του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Το κρίσιμο, όμως, στοιχείο είναι ότι αυτή η νοοτροπία δεν περιορίζεται στο πρόσωπο του Τούρκου προέδρου, αλλά διατρέχει διαχρονικά την τουρκική στρατηγική κουλτούρα.
Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται έναν αιώνα πίσω. Η Συνθήκη της Λωζάνης το 1923 καθόρισε τα σύνορα της σύγχρονης Τουρκίας μετά την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Άγκυρα τα αποδέχθηκε τυπικά, ποτέ όμως ουσιαστικά. Όπως αποκαλύπτει ο Eiland, Τούρκοι στρατιωτικοί συνομιλητές του, ακόμη και την εποχή της στενής ισραηλοτουρκικής συνεργασίας, του είχαν καταστήσει σαφές ότι θεωρούν τα σύνορα «επιβεβλημένα» και άδικα. Στη δική τους ανάγνωση, η Τουρκία «δικαιούται» επέκταση προς τρεις κατευθύνσεις: νότια (Συρία–Ιράκ), δυτικά στο Αιγαίο και βόρεια της Κύπρου.
Η αφήγηση αυτή δεν είναι θεωρητική. Αντανακλάται στην πράξη: από την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και την κατοχή του βόρειου τμήματος της Κύπρου, μέχρι τις στρατιωτικές επεμβάσεις στη Συρία και τη ρητορική ηγεμονίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Πρόκειται για έναν κλασικό αναθεωρητισμό, που ντύνεται με ισλαμιστικό μανδύα και παρουσιάζεται ως «ιστορική αποκατάσταση».
Μέχρι πρόσφατα, η τουρκική εχθρότητα προς το Ισραήλ εκδηλωνόταν κυρίως σε επίπεδο ρητορικής και έμμεσων ενεργειών. Όμως τα τελευταία δύο χρόνια παρατηρείται σαφής ποιοτική αναβάθμιση: μεγαλύτερη επιθετικότητα, αυξημένη αυτοπεποίθηση και αυξανόμενη προθυμία ανάληψης ρίσκου. Η διεθνής απομόνωση του Ισραήλ μετά τον πόλεμο στη Γάζα, η εδραίωση της τουρκικής επιρροής στη Συρία και η προσωπική σχέση Ερντογάν–Τραμπ λειτουργούν ως πολλαπλασιαστές αυτής της δυναμικής.
Η απειλή δεν είναι θεωρητική. Η Τουρκία διαθέτει ισχυρό και σύγχρονο ναυτικό, ικανό —εφόσον το αποφασίσει— να προκαλέσει σοβαρή αποσταθεροποίηση ακόμη και μέσω θαλάσσιου αποκλεισμού. Παράλληλα, ο έλεγχος του εναέριου χώρου στη Συρία αποτελεί κόκκινη γραμμή για το Ισραήλ, καθώς συνδέεται άμεσα με την αποτροπή του Ιράν. Μια περιορισμένη, αλλά υψηλής έντασης, σύγκρουση με την Τουρκία δεν μπορεί πλέον να αποκλειστεί ως σενάριο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η σύμπλευση Ισραήλ–Ελλάδας–Κύπρου αποκτά στρατηγικό βάθος. Και οι τρεις χώρες αντιλαμβάνονται ότι ο τουρκικός επεκτατισμός δεν είναι ρητορικό πυροτέχνημα, αλλά συνεκτικό σχέδιο αμφισβήτησης της περιφερειακής τάξης. Η συνεργασία τους δεν είναι επιλογή πολυτέλειας, αλλά αναγκαιότητα ασφάλειας.
Το συμπέρασμα του Eiland είναι σαφές και αποκαλυπτικό: η Τουρκία, μαζί με το Ιράν, συνιστά τη σοβαρότερη στρατηγική απειλή στον ορίζοντα. Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο το Ισραήλ —όπως και η Ελλάδα και η Κύπρος— δεν μπορεί να σπαταλά πόρους σε δευτερεύοντα μέτωπα, όταν ο αναθεωρητισμός και η νεοοθωμανική φιλοδοξία χτίζουν, αθόρυβα αλλά μεθοδικά, το επόμενο μεγάλο ρήγμα στην περιοχή.