Το «Δόγμα Ερντογάν»: Ισχύς, ιστορία και αναθεωρητισμός

 
ερντογαν

Ενημερώθηκε: 16/12/25 - 17:17

Σε δύο ομιλίες που συνδύασαν ιστορικούς συμβολισμούς, γεωπολιτικές αιχμές και ξεκάθαρο αναθεωρητικό τόνο, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιχείρησε να παρουσιάσει την Τουρκία ως αναπόφευκτη «ισχυρή δύναμη» σε ένα διεθνές σύστημα που –κατά τον ίδιο– απέτυχε παταγωδώς. Απευθυνόμενος σε Τούρκους βουλευτές και διπλωμάτες, ξεκαθάρισε ότι η Άγκυρα «δεν έχει άλλη επιλογή από το να είναι ισχυρή», όχι μόνο για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της, αλλά και για να παρεμβαίνει υπέρ όσων χαρακτηρίζει «φίλους και αδελφούς», θέτοντας ως στρατηγικό στόχο να καταστεί ο 21ος αιώνας «αιώνας της Τουρκίας».

Ο Τούρκος πρόεδρος έντυσε τη ρητορική του με αναφορές στους δύο παγκόσμιους πολέμους, το Ολοκαύτωμα και τη μεταπολεμική αρχιτεκτονική ασφάλειας, την οποία κατηγόρησε ότι δεν απέτρεψε νέες τραγωδίες. Παρέθεσε παραδείγματα από τη Ρουάντα, τη Βοσνία, το Ιράκ και την Αφρική, υιοθετώντας τον ρόλο του ηθικού κριτή της διεθνούς κοινότητας, χωρίς ωστόσο καμία αναφορά στις ευθύνες ή τις παρεμβάσεις της ίδιας της Τουρκίας στις περιφερειακές κρίσεις.

Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε στη Συρία, μιλώντας για εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια εκτοπισμένους, ενώ χαρακτήρισε «ιστορική ευκαιρία» την ανατροπή του καθεστώτος Άσαντ. Παρουσίασε την Τουρκία ως δύναμη σταθερότητας και προστάτη των προσφύγων, παραβλέποντας τον καθοριστικό ρόλο της Άγκυρας στην αποσταθεροποίηση της χώρας και στη διαμόρφωση τετελεσμένων στο συριακό έδαφος.

Στο ίδιο μοτίβο, ο Ερντογάν επιτέθηκε στο Ισραήλ για τις επιχειρήσεις στη Γάζα, κάνοντας λόγο για δυσανάλογη χρήση βίας και ζητώντας μόνιμη κατάπαυση του πυρός, ενώ παρουσίασε την Τουρκία ως βασικό πυλώνα ανθρωπιστικής βοήθειας. Παράλληλα, επανέλαβε ότι η χώρα του πρέπει να είναι οικονομικά, στρατιωτικά και διπλωματικά ισχυρή, αφήνοντας σαφές το μήνυμα ότι η ισχύς προηγείται του διεθνούς δικαίου όταν αυτό δεν εξυπηρετεί τις τουρκικές επιδιώξεις.

Η εξωτερική πολιτική της Άγκυρας παρουσιάστηκε ως μέρος ενός μακροπρόθεσμου σχεδίου ανάδειξης της Τουρκίας σε παγκόσμια δύναμη, με αιχμή την αμυντική βιομηχανία και την «στρατηγική αυτονόμηση». Ο Ερντογάν φρόντισε να διαψεύσει κάθε συζήτηση περί αλλαγής στρατοπέδου ή απομάκρυνσης από τις «ρίζες» της τουρκικής πολιτικής, στέλνοντας έμμεσο μήνυμα τόσο προς τη Δύση όσο και προς τις ΗΠΑ για το ζήτημα των S-400.

Χωρίς να κατονομάσει χώρες, επανέφερε το προσφυγικό ως εργαλείο πολιτικής πίεσης προς την Ευρώπη, μιλώντας για «ξεχασμένα εγκλήματα» και ρατσιστικές επιθέσεις, υιοθετώντας ρητορική θυματοποίησης που αποκρύπτει τον εκβιαστικό ρόλο της Τουρκίας στο μεταναστευτικό.

Με ιστορικούς συμβολισμούς, όπως ο «δικέφαλος αετός», περιέγραψε την τουρκική διπλωματία ως ταυτόχρονα ανατολική και δυτική, επιχειρώντας να νομιμοποιήσει μια πολιτική μόνιμης ισορροπίας ανάμεσα σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Η αναφορά του στη Μαύρη Θάλασσα και στη Συνθήκη του Μοντρέ συνοδεύτηκε από προειδοποιήσεις προς «όλες τις πλευρές», σε μια προσπάθεια να εμφανιστεί η Άγκυρα ως ρυθμιστής, την ώρα που επιδιώκει να ενισχύσει τον περιφερειακό της ρόλο.

Κλείνοντας, ο Ερντογάν επέλεξε, όπως συνηθίζει, να προβάλει την αμυντική βιομηχανία ως απόδειξη εθνικής ισχύος, παραθέτοντας φιλόδοξους στόχους εξαγωγών και διεθνούς κατάταξης. Πίσω από τους αριθμούς, ωστόσο, αναδύεται καθαρά το μήνυμα: μια Τουρκία που διεκδικεί ρόλο μεγάλης δύναμης όχι μέσω συνεργασιών και σεβασμού κανόνων, αλλά μέσω ισχύος, πίεσης και αναθεώρησης του status quo — μια στρατηγική που συνεχίζει να προκαλεί ανησυχία σε Ελλάδα, Κύπρο και ολόκληρη την περιοχή.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ