Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ επιχειρεί με τους δασμούς να μειώσει την εξάρτηση των Ηνωμένων Πολιτειών από τις κινεζικές εισαγωγές και να ανακόψει τη δυναμική των κινεζικών εργοστασίων.
Ωστόσο, η Ουάσιγκτον βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα γεγονός που ήδη έχει εδραιωθεί: το Πεκίνο έχει προχωρήσει εδώ και χρόνια σε μια μακρόπνοη στρατηγική οικονομικής αυτονόμησης.
Πάνω από δύο δεκαετίες, η Κίνα εφαρμόζει ένα συστηματικό πρόγραμμα ενίσχυσης της αυτάρκειας, μειώνοντας την εξάρτηση από τις εισαγωγές και δημιουργώντας «σημεία στρατηγικού ελέγχου» που της επιτρέπουν να ασκεί πίεση στην αμερικανική οικονομία, ενώ περιορίζει τα περιθώρια επιρροής της Ουάσιγκτον.
Η πολιτική αυτή υπήρξε θεμέλιο τόσο υπό την ηγεσία του Σι Τζινπίνγκ όσο και υπό αυτήν του προκατόχου του, Χου Τζιντάο. Το πρόγραμμα υποκατάστασης των εισαγόμενων βιομηχανικών προϊόντων με εγχώρια παραγωγή υπήρξε δαπανηρό και συχνά αναποτελεσματικό, αλλά οδήγησε στη σταδιακή μείωση της δυτικής επιρροής.
Κατά την πρόσφατη ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος, η αυτάρκεια βρέθηκε και πάλι στο επίκεντρο. «Πρέπει πάνω απ’ όλα να εντείνουμε τις προσπάθειές μας για μεγαλύτερη αυτάρκεια και ισχύ στην επιστήμη και την τεχνολογία», δήλωσε ο Σι.
Η Κίνα ελέγχει σχεδόν πλήρως την παγκόσμια προσφορά σπάνιων γαιών – κρίσιμων μετάλλων για τη βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας. Την περασμένη εβδομάδα, ο Τραμπ προχώρησε σε συμβιβασμό με τον Σι σχετικά με τους δασμούς, έπειτα από την απειλή του Πεκίνου να επιβάλει αυστηρούς περιορισμούς στις εξαγωγές σπάνιων γαιών.
Η συμφωνία οδήγησε σε χαμηλότερους δασμούς για την Κίνα σε σχέση με άλλες ασιατικές χώρες και ώθησε την Ουάσιγκτον να αναστείλει την πολιτική που απαγόρευε συναλλαγές με κινεζικές εταιρείες συνδεδεμένες με τον στρατό.
Η αυτονομία παραγωγής έχει επεκταθεί και σε άλλους τομείς. Η Κίνα είναι σήμερα παγκόσμιος ηγέτης στα φαρμακευτικά συστατικά, στα ηλεκτρολογικά προϊόντα και στους ημιαγωγούς χαμηλού κόστους.
Η Ουάσιγκτον έχει πλέον λιγότερα μέσα πίεσης, απειλώντας μόνο με περιορισμούς στις εξαγωγές εξαρτημάτων αεροσκαφών, ένα από τα ελάχιστα προϊόντα που η Κίνα εξακολουθεί να χρειάζεται.
Ο σύμβουλος του Σι, Τιάν Πέιγιαν, περιέγραψε την αυτάρκεια ως «τείχος οικονομικής ασφάλειας», τονίζοντας ότι το ευρύ βιομηχανικό υπόβαθρο της Κίνας ενισχύει την ανθεκτικότητα των εφοδιαστικών αλυσίδων.
Από την ένταξή της στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου το 2001, η Κίνα έχει μεταμορφωθεί από εξαρτημένη εισαγωγική αγορά σε κολοσσό παραγωγής.
Ο πρώην υπουργός Βιομηχανίας Τζιν Ζουανγκλόνγκ είχε δηλώσει ότι από τα 500 βασικά βιομηχανικά προϊόντα η Κίνα κατέχει την πρώτη θέση παγκοσμίως σε πάνω από 220.
Το Πεκίνο επενδύει τώρα μαζικά στην προηγμένη μεταποίηση, με στόχο την κυριαρχία στην αεροναυπηγική, στις μεταφορές και στον κυβερνοχώρο.
Οι κρατικές τράπεζες προσφέρουν δάνεια χαμηλού κόστους σε βιομηχανίες ηλεκτρικών οχημάτων και φωτοβολταϊκών, καθιστώντας την Κίνα τον μεγαλύτερο εξαγωγέα σε αυτούς τους τομείς.
Από το 2008, η Κίνα χρησιμοποιεί δασμούς που διπλασιάζουν την τιμή των μεγάλων βενζινοκίνητων αυτοκινήτων, στρέφοντας την εγχώρια αγορά προς τα ηλεκτρικά και υβριδικά μοντέλα, τα οποία πλέον καλύπτουν πάνω από το 50% των πωλήσεων.
Παρά την επιβράδυνση στην παραγωγή των πιο προηγμένων μικροτσίπ, οι κινεζικές εταιρείες αξιοποιούν εισαγόμενους επεξεργαστές για να παρακάμπτουν τεχνολογικούς περιορισμούς.
Η κατεύθυνση είναι σαφής: η Κίνα επενδύει στην αυτάρκεια όχι ως άμυνα αλλά ως στρατηγική ισχύος.
Οπως ανέφερε η τελική ανακοίνωση της πρόσφατης ολομέλειας, στόχος είναι να «ενοποιηθούν και να ενισχυθούν τα πλεονεκτήματα, να ξεπεραστούν τα εμπόδια και να αντιμετωπιστούν οι αδυναμίες» της κινεζικής οικονομίας.
Πηγή: The New York Times, μέσω kathimerini.gr