Στις 14 Δεκεμβρίου 1960 πεθαίνει στην Αθήνα ο Στρατηγός Κωνσταντίνος Βεντήρης, ένας από τους πιο σημαντικούς Έλληνες στρατιωτικούς του 20ου αιώνος, αλλά και συγγραφέας, ο οποίος ξεκίνησε ως εθελοντής στρατιώτης και κατέληξε Αντιστράτηγος και Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού!
Ο Στρατηγός Κ. Βεντήρης γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1892 από πατέρα στρατιωτικό και μητέρα από επιφανή οικογένεια της πόλεως και ήταν αδελφός των δημοσιογράφων Γεωργίου και Νικολάου Βεντήρη.
Το 1910, μετά τις εγκύκλιες σπουδές του, σε ηλικία 18 ετών κατετάγη ως εθελοντής στο Στρατό, συμμετέχοντας στη συνέχεια στους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, όπου συμμετείχε στην πολιορκία του Μπιζανίου, στη μάχη της Μανωλιάσας και τραυματίστηκε στην επική και πολυαίμακτη μάχη του Κιλκίς.
Ακολούθως, λόγω της εξαιρετικής του αποδόσεως ως εθελοντής, της κτηθείσας στο μεταξύ πολεμικής εμπειρίας καθώς και της ηρωικής πολεμικής του δράσεως, ο Βεντήρης φοίτησε στη Σχολή Υπαξιωματικών για ένα έτος, από την οποία αποφοίτησε το 1914 με τον βαθμό του Ανθυπολοχαγού Πεζικού. Αξίζει να σημειωθεί ότι τότε στη Σχολή Υπαξιωματικών φοιτούσαν μαθητές οι οποίοι αποφοιτούσαν ως Αξιωματικοί Πεζικού και Ιππικού, καθώς στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων φοιτούσαν νέοι οι οποίοι αποφοιτούσαν κυρίως ως αξιωματικοί του Πυροβολικού και του Μηχανικού, των λεγόμενων «ευγενών Όπλων», που χρειάζονταν πολύ περισσότερα μαθηματικά, φυσική κλπ., κάτι που είχε θεωρηθεί ως «μη αναγκαίο» για τους αξιωματικούς του Πεζικού και του Ιππικού, που μάθαιναν την «στρατιωτική τέχνη» επί του πεδίου!
Ως Ανθυπολοχαγός Πεζικού ο Βεντήρης συμμετείχε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στο Μακεδονικό Μέτωπο με τις δυνάμεις της Εθνικής Αμύνης, όπου συμμετείχε και διέσπασε μαζί με τους συμπολεμιστές του το μέτωπο στην επική μάχη του Σκρά-ντι-Λάγκεν, ή απλώς στη Μάχη του Σκρα, όπως έμεινε στην Ελληνική Ιστορία. Για την ανδρεία του στην Μάχη αυτή προήχθη επ’ ανδραγαθία σε Ταγματάρχη.
Στη Μικρασιατική Εκστρατεία ο Βεντήρης ζήτησε να υπηρετήσει στην πρώτη γραμμή, αρνούμενος επιτελικές θέσεις και την θεωρητική ασφάλεια που αυτές συνήθως παρείχαν, και πολέμησε στην Προύσα, στην Κιουτάχεια, στο Εσκή Σεχίρ και στο Αρσλάνι, τραυματιζόμενος επανειλημμένως. Όταν τον Αύγουστο του 1922 το Μέτωπο «έπεσε» ο Βεντήρης παρέμεινε ψύχραιμος και αποφασιστικός στην υποχώρηση προς τη Χίο, συμβάλλοντας στη διάσωση χιλιάδων στρατιωτών.
Μετά την κατάρρευση του Μετώπου το 1922 συνέβαλε ιδιαιτέρως στη συγκρότηση της λεγόμενης «Στρατιάς του Έβρου», για να ακολουθήσει η τραγωδία της Θράκης, κατά την οποία ο Ελληνικός Στρατός υποχρεώθηκε, από τα τεκταινόμενα στο διπλωματικό τραπέζι, να εγκαταλείψει αμαχητί όλη την περιοχή που προηγουμένως είχε καταλάβει με τα όπλα του.
Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, ο Βεντήρης διακρίθηκε για την επιτελική του ικανότητα, καθώς αποφοίτησε από την Ανωτέρα Σχολή Πολέμου, μετεκπαιδεύτηκε στη Γαλλία, και υπηρέτησε σε σημαντικές διοικήσεις, ως διοικητής Συνταγμάτων Πεζικού, στρατιωτικός ακόλουθος στη Γιουγκοσλαβία και την Τσεχοσλοβακία, Διευθυντής στο Γραφείο Πληροφοριών του ΓΕΣ.
Το 1935, ο Βεντήρης συμμετείχε στο αποτυχημένο Βενιζελικό Κίνημα, για το οποίο συνελήφθη, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, με ατιμωτική στρατιωτική καθαίρεση και εξορία, καθώς η θανατική του ποινή δεν εκτελέστηκε.
Τον Απρίλιο του 1941, μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα και κατά τη διάρκεια της πρώτης περιόδου της κατοχής που ακολούθησε, ο Στρατηγός Κ. Βεντήρης δημιούργησε την εθνική αντιστασιακή οργάνωση «Ρ.Α.Ν» («Ρωμυλία – Αυλών – Νήσοι») , της οποίας υπήρξε αρχηγός.
Την άνοιξη του 1944, κατόπιν σχετικής προσκλήσεως του Πρωθυπουργού της εξορίστου Ελληνικής Κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου από το Κάιρο, με καΐκι που τον παρέλαβε από την περιοχή Δασκαλειού Κερατέας, έφθασε στην Αγριλέα Τουρκίας και από εκεί μέσω Σμύρνης και σιδηροδρομικώς στην Άγκυρα, μετέβη αεροπορικώς μέσω Αδάνων στη Βηρυτό, όπου εκπροσωπώντας μαζί με τον Αντώνη Σταθάτο τις Εθνικές Δυναμικές Οργανώσεις αντιστάσεως, συμμετείχε στο Συνέδριο του Λιβάνου.
Ακολούθως ανέλαβε καθήκοντα του Αρχηγού του Επιτελείου και Αρχηγού του Ελληνικού Στρατού της απελευθερώσεως, οπότε και εργάσθηκε εντόνως για την αναδιοργάνωση των ελληνικών δυνάμεων, μετά τα άφρονα και αποτυχημένα κομμουνιστικά κινήματα της Μέσης Ανατολής, ενώ θεωρείται ως δικό του έργο, στο πλαίσιο αυτής της ανασυγκροτήσεως, η συγκρότηση της ΙΙΙ Ελληνικής Ορεινής Ταξιαρχίας (ΙΙΙ ΕΟΤ) η οποία στη συνέχεια εκπροσώπησε επάξια τον Ελληνικό Στρατό στον υπόλοιπο Συμμαχικό αγώνα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συμμετέχοντας στην εκστρατεία στην Ιταλία και απελευθερώνοντας το Ρίμινι.
Μετά την απελευθέρωση ανέλαβε διαδοχικώς τη διοίκηση του Γ΄ Σώματος Στρατού και ακολούθως του Διοικητού της 1ης Στρατιάς, του Αρχηγού ΓΕΣ (το διάστημα Νοέμβριος 1947 – Φεβρουάριος 1948), του Γενικού Επιθεωρητή Στρατού, και Διοικητού Στρατιάς Γράμμου - Βίτσι κατά τον Εμφύλιο, καθοδηγώντας – το καλοκαίρι του 1949 – με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα τις επιχειρήσεις που κατέληξαν στην τελική νίκη του Εθνικού Στρατού.
Αποστρατεύθηκε το 1951 ως Αντιστράτηγος, λαμβάνοντας τον τίτλο του Επίτιμου Γενικού Υπασπιστή του Βασιλέως Παύλου και υπηρετώντας στη συνέχεια ως Γενικός Γραμματεύς του Βασιλέως.
Ο Στρατηγός Κ. Βεντήρης τιμήθηκε από τέσσερις βασιλείς με πλήθος παρασήμων, μεταξύ των οποίων το Μεγαλόσταυρο του Γεωργίου του Α΄, τον Ταξιάρχη του Αριστείου Ανδρείας, διάκριση που απονεμήθηκε μόνο σε τρεις αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού (Παπούλα, Παπάγο και Βεντήρη) κ.ά., καθώς και με πλείστα άλλα παράσημα και μετάλλια, ελληνικά και συμμαχικά.
Στο συγγραφικό του έργο ιδιαίτερη θέση κατέχει η μετάφραση του συγγράμματος του στρατάρχη Φερντινάν Φος «Αι Αρχαί του Πολέμου».
Στις 14 Δεκεμβρίου 1960, ο Στρατηγός Κωνσταντίνος Βεντήρης πέθανε στην Αθήνα σε ηλικία 68 ετών, άγαμος, αφιερωμένος στην Πατρίδα ως το τέλος. Όταν πέθανε ο ίδιος ο τότε Βασιλέας Παύλος προσήλθε στην κηδεία του και κατέθεσε δάφνινο στεφάνι στη Μνήμη του επί του τάφου του.
Ενδεικτικό της φιλοσοφίας και του τρόπου ζωής και σκέψεως του Στρατηγού Βεντήρη ήταν οι τελευταίες λέξεις που έγραψε πριν πεθάνει: «Να ταφώ με απλή χακί στολή. Στον τάφο μου να γραφούν μόνο οι παρακάτω λέξεις: Λιτότης – Απλότης» (Από : Στλιανός Καβάζης).
Όπερ και εγένετο.