Εως και πριν από μόλις λίγους μήνες, στην προσπάθεια να ερμηνεύσουν τις μεταστροφές της αμερικανικής ηγεσίας, πολλοί έβλεπαν τον Ντόναλντ Τραμπ να προσεγγίζει τον Πούτιν σε βάρος του Ζελένσκι με στόχο να πλήξει τον Σι.
Εάν οι Νίξον και Κίσινγκερ είχαν άλλοτε -πίσω στις αρχές της δεκαετίας του 1970- προσεγγίσει την Κίνα του Μάο ενάντια στην ΕΣΣΔ του Μπρέζνιεφ με στόχο να πλήξουν τους Σοβιετικούς, ο Τραμπ έδειχνε από την πλευρά του την περασμένη άνοιξη να κάνει το ακριβώς ανάποδο: να προσεγγίζει δηλαδή τη μετα-σοβιετική Ρωσία του Πούτιν ενάντια στην Κίνα του Σι Τζινπίνγκ με στόχο να απομονώσει το Πεκίνο. Εάν πριν από δεκαετίες ο στόχος ήταν η ανάσχεση της Σοβιετικής Ενωσης μέσα από την προσέγγιση με την Κίνα, ο Τραμπ έδειχνε μέχρι πρότινος να στοχεύει στο αντίστροφο: στη μέσω Ρωσίας ανάσχεση δηλαδή του Πεκίνου, το οποίο έχει όμως εν τω μεταξύ γιγαντωθεί οικονομικά και στρατιωτικά αμφισβητώντας έτσι στην πράξη τη «μονοπολική στιγμή» της αδιαμφισβήτητης αμερικανικής παντοκρατορίας που είχε προ ετών εμπνεύσει τις προσεγγίσεις περί «τέλους της ιστορίας».
Μεταστροφές επί μεταστροφών

«Reverse Kissinger»: έτσι θα ονόμαζαν πολλοί το «φαινόμενο» της εργαλειοποίησης των Ρώσων ενάντια στους Κινέζους εκ μέρους των Αμερικανών, ένα σενάριο το οποίο όμως κυκλοφορούσε ως πιθανή επιλογή πολύ πριν ο Τραμπ επιστρέψει στον Λευκό Οίκο τον Ιανουάριο του 2025. Ειρήσθω εν παρόδω, ο όρος «Reverse Kissinger» φέρεται να αποδίδεται στον πρώην πρόεδρο της Παγκόσμιας Τράπεζας Ρόμπερτ Ζέλικ. «Ο Νίξον έπαιξε (σ.σ. χρησιμοποίησε) την Κίνα ενάντια στην ΕΣΣΔ. Ο Τραμπ μπορεί τώρα να παίξει τη Ρωσία ενάντια στην Κίνα», έγραφε ο Μπλέικ Φράνκο στο περιοδικό the American Conservative τον Ιανουάριο του 2017, σε άρθρο υπό τον τίτλο «Reverse Kissinger», με το βλέμμα τότε στην πρώτη προεδρική θητεία του Ντόναλντ Τραμπ που δεν είχε ακόμη ξεκινήσει. Λίγους μήνες αργότερα, τον Μάιο του 2017, θα κυκλοφορούσε στις ΗΠΑ το -γνωστό πια διεθνώς και πολυσυζητημένο- βιβλίο του Γκρέιχαμ Αλισον με τον χαρακτηριστικό τίτλο «Σε τροχιά πολέμου: Μπορούν ΗΠΑ και Κίνα να αποφύγουν την παγίδα του Θουκυδίδη;».
Ολα αυτά, ο «ανάστροφος Κίσινγκερ» και η «παγίδα του Θουκυδίδη», επέστρεψαν δυναμικά στην επικαιρότητα προ μηνών, με αιχμή τη φιλορωσική στάση του Ντόναλντ Τραμπ από τη μία πλευρά και τους αντι-κινεζικούς δασμούς του από την άλλη. Τι γίνεται όμως τώρα, μόλις τρεις μήνες μετά; Τι απέγινε εκείνη η επαπειλούμενη σύγκρουση;
Επιρρεπής στις μεταστροφές, ο Αμερικανός πρόεδρος δείχνει να έχει εν τω μεταξύ (ξανά) αλλάξει στάση, τόσο απέναντι στη Μόσχα την οποία πλέον πιέζει (φραστικά έστω), όσο και απέναντι στο Πεκίνο το οποίο δείχνει να επιχειρεί να καλοπιάσει.
Εάν δεχθούμε ως αληθή όσα αναφέρουν σε σημερινό τους δημοσίευμα οι FT, τότε η διοίκηση Τραμπ μόλις απαγόρευσε στον πρόεδρο της Ταϊβάν Λάι Τσινγκ-τε να κάνει ένα ολιγοήμερο πέρασμα από τη Νέα Υόρκη τον Αύγουστο, επειδή κάτι τέτοιο, η έλευση δηλαδή του Λάι Τσινγκ-τε επί αμερικανικού εδάφους, θα ενοχλούσε το Πεκίνο. Συγκριτικά, τον Μάρτιο του 2023, η τότε αμερικανική διοίκηση υπό τον Τζο Μπάιντεν είχε πάντως επιτρέψει στην τότε πρόεδρο της Ταϊβάν Τσάι Ινγκ-γουέν να πατήσει πόδι στη Νέα Υόρκη, παρά τις κινεζικές αντιδράσεις.
Αλλά και πέρα από το θέμα της Ταϊβάν, η διοίκηση Τραμπ παρουσιάζεται πια να αποφεύγει κινήσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν είτε την έντονη αντίδραση (και τα εμπορικά αντίποινα) του Πεκίνου, είτε σημαντικά προβλήματα στις σινοαμερικανικές συνομιλίες, ο τρίτος γύρος των οποίων ξεκίνησε χθες στη Στοκχόλμη (οι προηγούμενοι δύο είχαν λάβει χώρα σε Γενεύη και Λονδίνο).
Νωρίτερα φέτος, ο Τραμπ απειλούσε να επιβάλει πρόσθετους περιορισμούς στις αμερικανικές εξαγωγές προς την Κίνα, περιορισμούς που θα μπορούσαν να μπλοκάρουν, μεταξύ άλλων, ακόμη και τις εξαγωγές του -ειδικά σχεδιασμένου για την κινεζική αγορά προκειμένου να παρακαμφθούν οι προηγούμενες κυρώσεις της διοίκησης Μπάιντεν- τσιπ H20 της Nvidia. Εν τω μεταξύ ωστόσο, η πλευρά Τραμπ άλλαξε (ξανά) στάση· και έτσι οι περιορισμοί που ήταν προγραμματισμένο να επιβληθούν σε σειρά από αμερικανικές εξαγωγές προς την Κίνα έχουν «παγώσει» μέχρι νεωτέρας.
Προς μια νέα ανακωχή;
Ουάσιγκτον και Πεκίνο ενεπλάκησαν φέτος σε έναν -από πολλές απόψεις πρωτοφανή- εμπορικό «πόλεμο», ανταλλάσσοντας «πυρά» υπό μορφή ολοένα υψηλότερων δασμών σε μια λογική τύπου «μία σου και μία μου». Επειτα από αλλεπάλληλες κλιμακώσεις και αντεγκλήσεις –κι αφού προηγουμένως κατέστη σαφές ότι το Πεκίνο θα ήταν εξαιρετικά δύσκολος «αντίπαλος» για τις ΗΠΑ σε αυτό το μέτωπο–, οι δύο πλευρές κατέληξαν τον περασμένο Μάιο σε μια συμφωνία «εκεχειρίας» (και μαζί συγκρατημένων δασμών) διάρκειας 90 ημερών, η οποία όμως εκπνέει στις 12 Αυγούστου. Τι θα μπορούσε να ακολουθήσει; Ενδεχομένως μια νέα τρίμηνη εκεχειρία, σύμφωνα με τη South China Morning Post.
Ο ίδιος ο Τραμπ παρουσιάζεται πάντως τώρα να ρίχνει ελαφρώς τους τόνους απέναντι στο Πεκίνο. Επειτα από τις σχετικές με τους δασμούς συμφωνίες που συνήψε το τελευταίο διάστημα με την Ε.Ε., τη Βρετανία, την Ιαπωνία, την Ινδονησία κ.ά., ο Αμερικανός πρόεδρος μπορεί να νιώθει τώρα λιγότερη πίεση έναντι του Πεκίνου, αν και η Κίνα εξακολουθεί να ξεχωρίζει -λόγω μεγέθους- ως ο περισσότερο ανταγωνιστικός έναντι των ΗΠΑ πόλος στη διεθνή σκηνή.
Ο στόχος της συνάντησης Τραμπ-Σι

Ο Ντόναλντ Τραμπ παρουσιάζεται να πορεύεται πια με το βλέμμα στραμμένο στη συνάντηση Κορυφής που μπορεί να έχει με τον Κινέζο πρόεδρο Σι Τζινπίνγκ το προσεχές διάστημα, ενδεχομένως κάπου στην Ασία τον προσεχή Οκτώβριο ή Νοέμβριο. Τι μπορούσε να έχει συμβεί μέχρι τότε; Ενδεχομένως πολλά. Το μόνο σίγουρο, με τα μέχρι τώρα δεδομένα, είναι ότι ο Αμερικανός πρόεδρος μπορεί να έχει εν τω μεταξύ αλλάξει γνώμη για κάτι ή κάποιον… Από εκεί και πέρα πάντως, τα αγκάθια στις σινοαμερικανικές σχέσεις παραμένουν και αγγίζουν κι άλλα θέματα πέραν των δασμών: τις δευτερογενείς κυρώσεις που θα μπορούσαν να επιβληθούν από τις ΗΠΑ στη Ρωσία, τις εξαγωγές κρίσιμων τεχνολογιών και υλικών, το άνοιγμα της κινεζικής αγοράς στις αμερικανικές επιχειρήσεις (που ζητά ο Τραμπ), τις κινεζικές επενδύσεις στις ΗΠΑ, τα χημικά πίσω από την παραγωγή φαιντανύλης κ.ά.
Οι φίλοι της Ταϊβάν πάντως ανησυχούν ότι ο Τραμπ θα μπορούσε να ξεχάσει τον δικό τους «αγώνα» περί «ανεξαρτησίας» στον βωμό της προσέγγισης με τον Σι, ενώ και από την πλευρά της Ινδίας εκφράζονται κάποια παράπονα. «Ο Τραμπ πιέζει την Ινδία να υποταχθεί στην Κίνα», γράφει στο FP, με καταγγελτική διάθεση, ο Σουσάντ Σινγκ, λέκτορας του Πανεπιστημίου Yale, υποστηρίζοντας ότι οι ΗΠΑ έχουν πια αφήσει την Ινδία ακάλυπτη απέναντι στις κινεζικές πιέσεις οι οποίες όμως εντείνονται.
Πηγή: kathimerini.gr