Ανησυχητικά σημάδια εκτεταμένης οικολογικής υποβάθμισης καταγράφουν Έλληνες επιστήμονες στα ορεινά δάση ελάτης της Πελοποννήσου, όπου μεγάλες εκτάσεις πρασίνου μετατρέπονται σταδιακά σε νεκρές ζώνες, ακόμη και σε περιοχές που δεν έχουν πληγεί άμεσα από πυρκαγιές. Η ένταση και η έκταση του φαινομένου υπερβαίνουν όσα είχαν παρατηρηθεί τα προηγούμενα χρόνια, προκαλώντας την άμεση κινητοποίηση των αρμόδιων αρχών.
Ο ανώτερος ερευνητής του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών (ΙΔΕ) του ΕΛΓΟ–ΔΗΜΗΤΡΑ, Δημήτρης Αυτζής, βρέθηκε στην Πελοπόννησο για την καταγραφή των συνεπειών ανοιξιάτικης πυρκαγιάς, ωστόσο διαπίστωσε ότι η εικόνα της καταστροφής εκτείνεται πολύ πέρα από τα όρια της φωτιάς. Όπως ανέφερε στη βρετανική εφημερίδα Guardian, εκατοντάδες στρέμματα ελάτων είχαν ήδη ξεραθεί ή βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο νέκρωσης, σε περιοχές όπου η πυρκαγιά δεν είχε περάσει.
Τα ελληνικά έλατα, είδος που θεωρείται από τα πιο ανθεκτικά απέναντι στην ξηρασία, τα έντομα και τη φωτιά, φαίνεται πως πλέον δοκιμάζονται από έναν συνδυασμό πιέσεων. Η παρατεταμένη ξηρασία και η αισθητή μείωση της χιονόπτωσης αποδυναμώνουν σταδιακά τα δέντρα, στερώντας τους έναν κρίσιμο μηχανισμό φυσικής υγρασίας. Σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, την περίοδο 1991–2020 η Ελλάδα έχανε κατά μέσο όρο 1,5 ημέρα χιονοκάλυψης ετησίως.
Η εξασθένιση αυτή καθιστά τα δάση ευάλωτα σε φλοιοφάγα και ξυλοφάγα έντομα. Όπως εξηγεί ο Δημήτρης Αυτζής, όταν τα έλατα βρίσκονται υπό υδατικό στρες, οι πληθυσμοί των εντόμων βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για ανεξέλεγκτη ανάπτυξη. Εισχωρώντας κάτω από τον φλοιό, διακόπτουν τη ροή νερού και θρεπτικών στοιχείων, οδηγώντας τα δέντρα σε σταδιακό θάνατο. Όταν οι πληθυσμοί αυτοί ξεφύγουν από τον έλεγχο, η αντιμετώπισή τους καθίσταται εξαιρετικά δύσκολη.
Το φαινόμενο δεν αποτελεί ελληνική ιδιαιτερότητα. Αντίστοιχες εξελίξεις καταγράφονται και σε άλλες χώρες της νότιας και κεντρικής Ευρώπης, όπως η Ισπανία, στοιχείο που ενισχύει την εκτίμηση ότι πρόκειται για μια ευρύτερη οικολογική μεταβολή, συνδεδεμένη με την κλιματική κρίση.
Οι επιστήμονες επισημαίνουν ότι, παρότι οι πυρκαγιές παραμένουν σημαντικός παράγοντας απώλειας δασών –με περίπου 200.000 εκτάρια να έχουν καεί την περίοδο 2001–2024 σύμφωνα με το Global Forest Watch– δεν αποτελούν πλέον τη μοναδική ή την κυρίαρχη αιτία θνησιμότητας. Η σημερινή εικόνα είναι αποτέλεσμα συσσώρευσης πιέσεων που εντείνονται χρόνο με τον χρόνο.
Παρά τη ζοφερή εικόνα, οι ειδικοί τονίζουν ότι τα μεσογειακά οικοσυστήματα διατηρούν μηχανισμούς αναγέννησης. Ο δασικός κλιματολόγος Νίκος Μάρκος, επίσης από το ΙΔΕ, σημειώνει ότι σε ορισμένες περιοχές της Πελοποννήσου η μεταπυρική αναγέννηση μπορεί να είναι ικανοποιητική, αν και απαιτείται χρόνος τεσσάρων έως πέντε ετών για να γίνει ορατή.
Ωστόσο, η απειλή δεν περιορίζεται στα έλατα. Οι εισαγόμενοι παθογόνοι μύκητες έχουν αποδειχθεί καταστροφικοί για άλλα εμβληματικά είδη, όπως τα πλατάνια. Η ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους, που προκαλεί ο μύκητας Ceratocystis platani, καταγράφηκε για πρώτη φορά το 2003 στη Μεσσηνία και έκτοτε εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα, νεκρώνοντας χιλιάδες, συχνά αιωνόβια, δέντρα. Οι αναλύσεις έχουν δείξει ότι το στέλεχος είναι πανομοιότυπο με εκείνα της Ιταλίας και άλλων ευρωπαϊκών χωρών, γεγονός που υποδηλώνει εισαγωγή μέσω φυτωρίων.
Ο άνθρωπος θεωρείται ο βασικός φορέας διασποράς, μέσω εργαλείων κοπής και μηχανημάτων, ενώ το ξύλο των προσβεβλημένων δέντρων δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιηθεί ούτε για καύση, λόγω κινδύνου περαιτέρω εξάπλωσης.
Το πρόβλημα πλέον αγγίζει όλους τους ορεινούς όγκους της χώρας: από τα Τζουμέρκα, τα Άγραφα και την κοιλάδα του Αχελώου έως την Ήπειρο, τη Στερεά Ελλάδα, την Εύβοια και την Πελοπόννησο. Τοπικοί φορείς και αυτοδιοικητικοί παράγοντες προειδοποιούν ότι οι συνέπειες είναι πολλαπλές: απώλεια δασών, αλλοίωση τοπίων και σοβαρές επιπτώσεις στη συνολική ισορροπία των οικοσυστημάτων.
Όπως τονίζουν οι ειδικοί, η υλοτόμηση και απομάκρυνση των προσβεβλημένων δέντρων αποτελεί συχνά τη μόνη άμεση λύση. Ωστόσο, όσο η κλιματική κρίση δημιουργεί συνθήκες ευνοϊκές για ασθένειες και πληθυσμιακές εκρήξεις εντόμων, ο κίνδυνος περαιτέρω απώλειας των ελληνικών δασών παραμένει υπαρκτός. Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι δεν υπάρχει περιθώριο εφησυχασμού, αλλά απαιτείται συντονισμένη δράση, έγκαιρη παρέμβαση και ουσιαστικός δημόσιος διάλογος για την προστασία των φυσικών οικοσυστημάτων.