Τα φορολογικά σκάνδαλα Cum-Ex και Cum-Cum άρχισαν να γίνονται γνωστά από το 2001 – και μέχρι σήμερα είναι δύσκολο να υπολογιστούν οι ακριβείς αριθμοί των οικονομικών απωλειών.
Δεδομένης πάντως της έκτασης της απάτης και των όσων έχουν ανακαλύψει οι φορολογικές αρχές σε διάφορες χώρες, τα ποσά πρέπει να είναι τεράστια – υπολογίζεται πως μεταξύ 2000 και 2020 η Γερμανία έχασε περίπου 29 δισεκατομμύρια ευρώ εξαιτίας της απάτης Cum-Cum – που θεωρείται το «μικρό αδερφάκι του Cum-Ex». Παγκοσμίως οι απώλειες εκτιμώνται σε περισσότερα από 140 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το πιο εντυπωσιακό είναι δε πως οι συγκεκριμένες φορολογικές απάτες φαίνεται να συνεχίζονται. Οι αρχές όμως πολλές φορές «δεν γνωρίζουν τίποτα», όπως λέει η Άννε Μπρόρχιλκερ, δικηγόρος με ειδίκευση στο φορολογικό δίκαιο, η οποία όχι μόνο υπήρξε μία από τις πλέον επιφανείς εισαγγελείς της Γερμανίας, αλλά επίσης έφερε πολλές υποθέσεις Cum-Ex ενώπιον της δικαιοσύνης.
Η ίδια δεν μπορεί ακόμη να αποκαλύψει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα ευρήματα της εισαγγελίας της Κολωνίας, όπου εργαζόταν. Ωστόσο, σημαντικοί πληροφοριοδότες που εργάζονται ακόμη στον χρηματοπιστωτικό κλάδο έχουν καταθέσει πως οι απάτες αυτές συνεχίζονται – και όχι μόνο στη Γερμανία.
Η Μπρόρχιλκερ, η οποία εργάζεται τώρα στο μη κερδοσκοπικό ακτιβιστικό γκρουπ Finanzwende («Οικονομική Αλλαγή»), λέει πως οι πρακτικές Cum-Ex λαμβάνουν χώρα στο Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ιταλία, την Αυστρία, την Ολλανδία, την Ισπανία και το Λουξεμβούργο.
Οι απάτες Cum-Ex και Cum-Cum είναι εφικτές, επειδή υπάρχει ένα νομικό «παραθυράκι», όπως εξηγεί ο Κρίστοφ Σπένγκελ, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μάνχαϊμ. Και προκειμένου να διαπιστωθεί πού ακριβώς βρίσκεται η απάτη, οι εισαγγελείς πρέπει να έχουν προηγουμένως στη διάθεσή τους τις λεπτομέρειες σχετικά με τις εκάστοτε επίμαχες συναλλαγές.
Φοροδιαφυγή μέσω μερισμάτων
Όταν τα γερμανικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα έχουν μετοχές που πληρώνουν μερίσματα, πρέπει να πληρώνουν φόρο κεφαλαιουχικών κερδών. Όμως μπορούν να λάβουν επιστροφή φόρου, εάν έχουν ήδη πληρώσει εταιρικούς φόρους.
Τα ξένα ιδρύματα που έχουν γερμανικές μετοχές δεν δικαιούνται τέτοια επιστροφή – και γι’ αυτό βρήκαν έναν τρόπο να παρακάμψουν τον νόμο. Έτσι, δανείζουν για ένα διάστημα τις γερμανικές τους μετοχές σε ένα γερμανικό ίδρυμα, λίγο πριν από την προθεσμία πληρωμής των μερισμάτων.
Σε αντάλλαγμα, το ξένο ίδρυμα χρεώνει ένα τέλος δανεισμού τίτλου. Το γερμανικό ίδρυμα παίρνει την επιστροφή φόρου, εν συνεχεία επιστρέφει τις μετοχές στον ξένο ιδιοκτήτη και το κέρδος από την επιστροφή διαμοιράζεται μεταξύ του ξένου και του εγχώριου ιδρύματος.
Το «παραθυράκι» αφορά το ότι αυτά τα τέλη δανεισμού τίτλου δεν φορολογούνται στη Γερμανία, όπως και σε πολλές άλλες χώρες – εκεί όπου φορολογούνται δεν λαμβάνουν χώρα απάτες Cum-Cum. Και το συγκεκριμένο «παραθυράκι» εξακολουθεί να υπάρχει.
Μία δραστηριότητα χωρίς ρίσκο για τις τράπεζες
Οι συναλλαγές Cum-Cum δεν εμποδίζονται και οι συναλλαγές του παρελθόντος σπανίως διώκονται, όπως ισχυρίζεται η Μπρόρχιλκερ.
Για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα «αυτό είναι ένα ασφαλές στοίχημα» – επειδή τα κέρδη προκύπτουν αποκλειστικά από τις φορολογικές ρυθμίσεις και ως εκ τούτου «δεν επηρεάζονται καθόλου από τις μεταβολές της αγοράς». Το μόνο ρίσκο «είναι το να τους πιάσουν. Και αυτός ο κίνδυνος είναι χαμηλός, όσο οι αρχές δεν έχουν τα κατάλληλα εργαλεία στη διάθεσή τους».
Δεν υπάρχουν αρκετοί ειδικοί σε θέση να κυνηγήσουν όσους διαπράττουν οικονομικά εγκλήματα και φορολογικές παραβάσεις. Και επιπλέον, οι αρχές δεν έχουν και τα κατάλληλα υλικά μέσα και δεν υπάρχει η απαραίτητη ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των αρχών – και προφανώς ούτε επαρκής διακρατική συνεργασία.
Γιατί δεν μπαίνει τέλος στις απάτες Cum-Ex
Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος δαπανά πολλά χρήματα, προκειμένου να επηρεάσει τη χάραξη πολιτικής – ακόμα και σε επίπεδο ΕΕ. Σύμφωνα με την ομάδα Finanzwende, ο κλάδος ξοδεύει περίπου 40 εκατομμύρια για lobbying – περισσότερα από όσα ξοδεύουν οι όμιλοι της αυτοκινητοβιομηχανίας και της βιομηχανίας χημικών για την προώθηση των στόχων τους συνδυαστικά.
Και δυστυχώς οι λομπίστες πετυχαίνουν συχνά τον σκοπό τους, όπως προσθέτει η Μόνικα Χάινολντ, που εργάζεται επίσης στη Finanzwende. Η ίδια υπήρξε και υπουργός Οικονομικών στο Σλέσβιγκ-Χόλσταϊν, βιώνοντας μία «τεταμένη περίοδο» μεταξύ 2012 και 2024 – κατά την οποία οι Γερμανοί εισαγγελείς αποκάλυψαν σταδιακά την έκταση του σκανδάλου Cum-Ex.
«Είδα πώς οι λομπίστες προσπαθούν να επηρεάσουν τη φορολογική νομοθεσία προς όφελός τους και να εμποδίσουν τη θέσπιση αυστηρότερων νόμων», λέει η Χάινολντ στην DW. «Και δυστυχώς, συχνά τα αιτήματά τους εισακούγονται».
Επί του παρόντος υπάρχουν στη Γερμανία 253 υποθέσεις που περιλαμβάνουν ενδεχομένως τέτοιου είδους απάτες, με τη συνολική τους αξία να ανέρχεται στα 7,3 δισεκατομμύρια ευρώ.
Πηγή: dw.com