Αγιοκατάταξη για τον Αιμίλιο Γρεβενών και τον μοναχό Δημήτριο από τη Σαμαρίνα

 
Αγιοκατάταξη για τον Αιμίλιο Γρεβενών και τον μοναχό Δημήτριο από τη Σαμαρίνα

Ενημερώθηκε: 09/02/23 - 12:49

Δύο φακέλους κατέθεσε η Εκκλησία της Ελλάδος στο Φανάρι για την αγιοκατάταξη του μακαριστού μητροπολίτη Αιμιλιακού και του νεομάρτυρα Δημητρίου μοναχού από τη Σαμαρίνα. Τους φακέλους συμπλήρωσε ο μητροπολίτης Γρεβενών κ.Δαβίδ.

Ο μητροπολίτης Αιμιλιανός Λαζαρίδης ήταν Μικρασιάτης θεολόγος . Ανέπτυξε σημαντική δράση για τον Ελληνισμό της Μακεδονίας στη Θεσσαλονίκη κατά τον Μακεδονικό Αγώνα και αργότερα ως Μητροπολίτης Γρεβενών. Μαρτύρησε από κομιτατζήδες και ρουμανίζοντες το 1911 σε ηλικία 34 ετών.

Γεννήθηκε το 1877 στα Πέρματα της επαρχίας Ικονίου της Μικράς Ασίας. Οι γονείς του ήταν Μικρασιάτες Έλληνες Ορθόδοξοι τουρκόφωνοι (Καραμανλήδες), όπως και όλοι οι Έλληνες της περιοχής.

Ως αρχιμανδρίτης σπούδασε στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Υπηρέτησε ως Αρχιδιάκονος στις Μητροπόλεις Κυζίκου και Θεσσαλονίκης (από τον Νοέμβριο του 1903). Στις 10 Οκτωβρίου 1904 έλαβε το οφίκιο του Αρχιμανδρίτη και τοποθετήθηκε Πρωτοσύγκελλος της Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης. Εκεί προσέφερε σημαντικές υπηρεσίες στον Μακεδονικό Αγώνα, συνεργαζόμενος με τον Πρόξενο της Ελλάδος στη Θεσσαλονίκη Λάμπρο Κορομηλά και τον Μακεδονομάχο Αθανάσιο Σουλιώτη. Το 1906 εντάχθηκε στην αντιστασιακή «Οργάνωση Θεσσαλονίκης» του Αθανασίου Σουλιώτη που συντόνιζε τη δράση των Ελλήνων κατά τον Μακεδονικό Αγώνα.

Στη συνέχεια κλήθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη και τοποθετήθηκε ως εφημέριος και ιεροκήρυκας στον ιερό ναό της Αγίας Τριάδας στο Πέραν, στη συνοικία Σταυροδρομίου, όπου διακρίθηκε για την καλοσύνη και την ευσέβειά του.

Στο Μοναστήρι υπηρέτησε ως καθηγητής των Θρησκευτικών του εκεί ελληνικού Γυμνασίου. Χειροτονήθηκε επίσης βοηθός επίσκοπος του Μητροπολίτη Πελαγονίας Ιωακείμ Φοροπούλου (με έδρα το Μοναστήρι της Άνω Μακεδονίας), υπό τον τίτλο του επισκόπου Πέτρας. Ως βοηθός του μητροπολίτη Πελαγονίας ανέπτυξε πλούσια δράση σε εθνικό και θρησκευτικό επίπεδο, σε μια δύσκολη περίοδο για τη Μακεδονία. Για την περίοδο αυτή η Βρετανική Κυανή Βίβλος μαρτυρεί: Η δολοφονία είναι το κυριώτερον όπλον των βουλγαρικών Κομιτάτων. Προ ουδενός υποχωρούσιν. Οι Έλληνες είναι κυρίως τα θύματά των. Κατά χιλιάδας εφονεύθησαν οι Έλληνες κατά τα τελευταία πέντε ή έξ έτη…. αθώων καιαόπλων εκβιάσεις, ληστείαι, δολοφονίαι, ανδρών και γυναικών, ανελεήμονα βασανιστήρια ιερέων, ιατρών, διδασκάλων κατακρεουργήσεις, ναών εμπρησμοί… καταστροφή χριστιανών Ορθοδόξων… γενική τρομοκρατία, πλημμύρα αίματος.

Στις 16 Μαρτίου 1910 εξελέγη Μητροπολίτης Γρεβενών και γρήγορα εξελίχτηκε σε στυλοβάτη του Μακεδονικού Ελληνισμού, προασπίζοντας την ταυτότητα των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής των Γρεβενών. Ενίσχυε ουσιαστικά την προσπάθεια υποστήριξης και διαφύλαξης των Ελλήνων Ορθοδόξων που ήταν απαραίτητη παρά την τυπική λήξη του Μακεδονικού Αγώνα. Στην προσπάθειά του να στηρίξει το ποίμνιό του πραγματοποιούσε περιοδείες σε όλα τα χωριά της περιοχής, κηρύττοντας το Ευαγγέλιο και ενθαρρύνοντας τους χριστιανούς. Φρόντισε για την ίδρυση και τη συντήρηση ελληνικών σχολείων και ορθόδοξων ναών. Μέριμνά του στο θέμα της παιδείας ήταν και ο εναρμονισμός της διδακτέας ύλης μεταξύ των σχολείων της πόλης και αυτών της επαρχίας, η επιλογή και η διάθεση βιβλίων στους μαθητές, η πρόσληψη και η αμοιβή δασκάλου για την Αστική Σχολή των Γρεβενών.

Επίσης, κράτησε σθεναρή στάση έναντι των οθωμανικών αρχών και κατήγγειλε την βία και τους ξυλοδαρμούς που υφίσταντο οι χριστιανοί. Τόλμησε μάλιστα μαζί με τον αρχιερατικό του επίτροπο να επισκεφθεί τον Μπεκήρ Αγά, για να τον συνετίσει. Προς τον νομάρχη Τρικάλων -υπό την ευθύνη του οποίου υπαγόταν τότε η περιοχή Γρεβενών- έγραφε o Μητροπολίτης Αιμιλιανός: «Παρακαλώ θερμώς, θερμότατα γράφων, να μεριμνήσητε περί της τύχης των χωρικών μας, των οποίων η θέσις κατέστη εσχάτως απελπιστική… Πώς να εμπνεύσω ζωήν εις ανθρώπους, οίτινες υπό ηθικήν και υλικήν άποψιν ένεκα της απογυμνώσεως αυτών κατέστησαν πτώματα;… Τί αναμένετε παρ’ ανθρώπων απηλπισμένων; Διατί υποθέτετε ότι άνθρωποι καταδυναστευόμενοι και πάσχοντες τα πάνδεινα θα είναι εις θέσιν να σκεφθώσι περί του απωτερου αυτών μέλλοντος;».

Λόγω της πολυεπίπεδης εθνικής και θρησκευτικής του δράσης τέθηκε στο στόχαστρο των Νεότουρκων αλλά και των συμμάχων τους, που ήταν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και οι ρουμανίζοντες βλαχόφωνοι που δρούσαν στην περιοχή.

Στις 30 Σεπτεμβρίου 1911, κατά τη μετάβασή του στην εκκλησία του χωριού Γκριντάδες, όπου θα λειτουργούσε, δολοφονήθηκε μαζί με το διάκονο Δημήτριο και τον συνοδό-αγωγιάτη Αθανάσιο, από κομιτατζήδες και ρουμανίζοντες βλαχόφωνους. Καθώς η δολοφονία έγινε σε δάσος και εν κρυπτώ, ο Αιμιλιανός και η συνοδεία του θεωρούνταν ως «εξαφανισμένοι» από τους κατοίκους. Αγωνία για την τύχη του μητροπολίτη Αιμιλιανού, στις 3 Οκτωβρίου του 1911, εξέφρασε δημοσίως η δημογεροντία Γρεβενών, και μια μέρα αργότερα ανακοινώνει ότι ανακάλυψε προσωπικά του αντικείμενα. Μετά από έρευνες τωνκατοίκων βρέθηκε το σώμα του Αιμιλιανού σε γειτονικό δάσος στις 6 Οκτωβρίου 1911 μαζί με αυτά των δυο συνοδοιπόρων του. Κηδεύτηκε την Κυριακή 8 Οκτωβρίου 1911 στα Γρεβενά.

Από τους πολλούς επιμνημόσυνους λόγους που εκφωνήθηκαν ξεχωρίζει ο λόγος του Χρυσοστόμου Σμύρνης: «Όταν αρχιερείς καίωσιν εαυτούς ως λαμπάδας ενώπιον του ειδώλου της πατρίδος, ο δε μαρτυρικός θάνατός των γίνεται ζωής και δόξης υπόθεσις και θεμέλιον αγιωτέρου βίου, το μνημόσυνόν των δεν εναρμονίζεται με δάκρυα και θλίψιν, αλλά με υπερηφάνειαν και αγαλλίασιν. Ημίν εξ όλων εχαρίσθη όχι μόνον το εις Χριστόν ορθώς πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού αγογγύστως πάσχειν, γενναίως μαρτυρείν και ενδόξως θνήσκειν». Ο Χρυσόστομος Σμύρνης θα μαρτυρήσει λίγα χρόνια αργότερα από τους Τούρκους, το 1922 στη Σμύρνη.

Επιστολές και συλλυπητήρια τηλεγραφήματα μέσα από τα αρχεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποκαλύπτουν τη θλίψη του λαού και του κλήρου της εποχής για τον μαρτυρικό θάνατο του μητροπολίτη Αιμιλιανού. Οι επιστολές αυτές δόθηκαν για πρώτη φορά στη δημοσιότητα και αναγνώσθηκαν από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο κατά την επίσκεψή του στα Γρεβενά το 2011.

Η κεντρική πλατεία εθνομάρτυρα Αιμιλιανού των Γρεβενών, όπου βρίσκεται και η προτομή του.

Τιμή της μνήμης του

Οι κάτοικοι των Γρεβενών αλλά και οι Έλληνες μικρασιατικής καταγωγής (καθώς ο Αιμιλιανός ήταν Μικρασιάτης), τον τιμούν ως ιεροεθνομάρτυρα. Στη μνήμη του, το χωριό Γκριντάδες μετονομάστηκε σε Αιμιλιανός και το Σχίνοβο σε Δεσπότης, καθώς στο δάσος μεταξύ αυτών μαρτύρησε. Στο ακριβές σημείο όπου δολοφονήθηκε κατασκευάστηκε ναός και κενοτάφιο, όπου τελείται θεία Λειτουργία και Τρισάγιο το πρώτο Σάββατο του Οκτωβρίου κάθε έτους. Επίσης, το κοντινό χωριό Λιμπίνοβο μετονομάστηκε σε Διάκος στη μνήμη του διακόνου Δημητρίου που μαρτύρησε μαζί με τον Μητροπολίτη Αιμιλιανό.

Προς τιμήν του Αιμιλιανού Γρεβενών, οδοί που φέρουν το όνομά του βρίσκονται στη Νέα Σμύρνη και τη Νέα Ιωνία, στη Θεσσαλονίκη, τη Σταυρούπολη, τη Μενεμένη, την Καλαμαριά, το Πανόραμα, την Κομοτηνή, την Κοζάνη και την Καστοριά. Προτομές του υπάρχουν στα Γρεβενά, στην κεντρική πλατεία Αιμιλιανού, καθώς και στην οδό Αριστοτέλους της Θεσσαλονίκης που ανεγέρθηκε από Μικρασιάτεςσυμπατριώτες του. Ακόμη, ανδριάντας του ανεγέρθηκε στο Επισκοπείο Γρεβενών.

Νεομάρτυρας Δημήτριος ο εκ Σαμαρίνας

Οι πληροφορίες για το μαρτύριο του Αγίου Νεομάρτυρος Δημητρίου προέρχονται από τον Γάλλο Πρόξενο στα Ιωάννινα Pouqueville. Ο Pouqueville συνάντησε τον Άγιο, ο οποίος ήταν μαθητής του πατρο-Κοσμά του Αιτωλού, μαζί με τον αρχηγό της επαναστάσεως στη Θεσσαλία παπα-Ευθύμιο Βλαχάβα στα βουνά της Πίνδου και ήταν παρών στην ανάκριση και στο μαρτύριό του.

Ο Άγιος καταγόταν από το χωριό Σαμαρίνα της Πίνδου και ήταν μοναχός στο παλαιό μοναστήρι της Αγίας Παρασκευής της πατρίδας του. Αναλογιζόμενος, όμως, με πόνο την κακή πνευματική κατάσταση των Ελλήνων τότε αλλά και τις διώξεις και τους εξευτελισμούς που υφίσταντο, βγήκε από το μοναστήρι του και διέτρεχε τα χωριά κηρύττοντας τον λόγο του Θεού, νουθετώντας και παρηγορώντας τους Χριστιανούς. Εκείνη την εποχή τα πράγματα ήταν ιδιαίτερα οξυμμένα, εξαιτίας του κινήματος του παπα-Βλαχάβα.

Επειδή μιλούσε για τη βασιλεία του Θεού κατηγορήθηκε ο Άγιος ως στασιαστής και οδηγήθηκε σιδηροδέσμιος μπροστά στον Αλή Πασά, διότι οι Τούρκοι αντιλαμβάνονταν το περί της βασιλείας του Θεού κήρυγμα με κοσμικό ανατρεπτικό περιεχόμενο.

Ο Αλή Πασάς ανέκρινε τον μάρτυρα, ο οποίος κρατούσε στο στήθος του ένα εικόνισμα της Παναγίας, και προσπαθούσε να δημιουργήσει «συνενόχους», να μπλέξει σε ψευδή συνομωσία τους ορθόδοξους Αρχιερείς της Θεσσαλίας. Επειδή δεν κατάφερε αυτό που ήθελε, διέταξε να βασανιστεί ο Άγιος μπροστά του λέγοντάς του ειρωνικά: «Ας δούμε αν θα σε υπερασπιστεί τώρα ( η Παναγία)».

Οι δήμιοι έφεραν τον μοναχό στα πόδια του τυράννου που τον έφτυσε κατά πρόσωπο. Του απέσπασαν την αγία εικόνα, του έμπηξαν αιχμηρές σφήνες από καλάμια στα νύχια των χεριών και των ποδιών και του διαπέρασαν τους βραχίονες. Από το στόμα του μάρτυρος έβγαιναν μόνο οι λέξεις: «Κύριε ελέησον τον δούλον σου, Βασίλισσα των ουρανών ικέτευε υπέρ ημών». Στη συνέχεια έσφιξαν γύρω από το κεφάλι του αλυσίδα από οστά, διατάζοντάς τον να ομολογήσει τους συνενόχους του. Η αλυσίδα έσπασε από το δυνατό σφίξιμο, ο μάρτυρας όμως δεν δυσανασχετεί, μόνο λυπάται που οι βασανιστές του βρίζουν τον Χριστό και την Παναγία. Στη συνέχεια τον έριξαν στη φυλακή.

Την επομένη τον κρέμασαν από τα πόδια και άναψαν κάτω από το κεφάλι του φωτιά, ώστε να καίγεται το δέρμα της κεφαλής και να πνίγεται από τον καπνό. Τον κατέβασαν τελικά φοβούμενοι μήπως πεθάνει γρήγορα. Τον ξάπλωσαν κάτω και τον πλάκωσαν μ’ ένα βαρύ τραπέζι, πάνω στο οποίο ανέβηκαν και πηδούσαν για να συντριβούν τα οστά του. Τέλος, τον θανάτωσαν με άλλο μαρτύριο.

Τον έχτισαν μέσα σ’ ένα τοίχο, αφήνοντας έξω μόνο το κεφάλι για να αναπνέει και τον έτρεφαν μάλιστα για να παρατείνουν την αγωνία του. Έζησε το μαρτύριο αυτό δέκα ημέρες. Παρέδωσε την αγία του ψυχή με τα λόγια του Αγίου μάρτυρος Βαβύλα, επισκόπου Αντιοχείας: «Επίστρεψον, ψυχή μου, εις την ανάπαυσίν σου, ότι ο Κύριος ευηργέτησέ σε».

Από το μαρτύριο συγκλονίστηκε ένας από τους παρόντες μωαμεθανούς, πίστεψε στον Χριστό, βαπτίστηκε και έλαβε το όνομα Γεώργιος. Συνελήφθη στο Αγρίνιο από τους ανθρώπους του Αλή και έλαβε τόσο φρικτό θάνατο, όπως γράφει ο Pouqueville, που δεν τολμά να το αναφέρει.

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟ GOOGLE NEWS ΚΑΝΟΝΤΑΣ ΚΛΙΚ ΕΔΩ