Η πολύχρονη προσπάθεια της Κίνας να σταθεροποιήσει την κλονισμένη αγορά ακινήτων της παρατάθηκε και τον Μάιο, καθώς τα στοιχεία έδειξαν ότι οι τιμές των νέων κατοικιών μειώθηκαν κατά 0,2% σε μηνιαία βάση.
Η πτώση αυτή ήρθε μετά από έναν Απρίλιο χωρίς καμία αύξηση, σύμφωνα με υπολογισμούς του Reuters βασισμένους σε δεδομένα του Εθνικού Στατιστικού Γραφείου της Κίνας. Περίπου το 70% του πλούτου των κινεζικών νοικοκυριών είναι δεσμευμένο σε ακίνητα, γεγονός που υπογραμμίζει τον κεντρικό ρόλο του τομέα στην οικονομία της χώρας.
Ωστόσο, οι αναλυτές έχουν επισημάνει ότι ο κλάδος των ακινήτων στην Κίνα - που κάποτε αποτελούσε βασικό μοχλό ανάπτυξης, αντιπροσωπεύοντας περίπου το ένα τέταρτο της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας - έχει υποστεί πιέσεις από αδύναμη ζήτηση και μεταβαλλόμενη καταναλωτική εμπιστοσύνη. Η πτώση αυτή συνεχίζεται εδώ και αρκετά χρόνια, παρά τις προσπάθειες του Πεκίνου να αναζωογονήσει τη ζήτηση.
«Η πτωτική φάση στην αγορά ακινήτων της Κίνας, η οποία διανύει πλέον το τέταρτο έτος της, ξεκίνησε εν μέσω [...] άνευ προηγουμένου περιοριστικών μέτρων στον τομέα των ακινήτων το 2021 και των αυστηρών lockdown λόγω COVID το 2022», ανέφεραν αναλυτές της Goldman Sachs σε σημείωμά τους.
Σύμφωνα με το Reuters, οι τιμές κατοικιών αναμένεται να μειωθούν σχεδόν κατά 5% φέτος και να παραμείνουν στάσιμες το 2026. Οι νέες οικοδομές έχουν επίσης μειωθεί, όπως και οι πωλήσεις βάσει επιφάνειας κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Μαΐου.
«Η εν εξελίξει διόρθωση στην αγορά κατοικίας της Κίνας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά γεγονότα της δεκαετίας», ανέφεραν οι αναλυτές της Goldman Sachs.
Υποστήριξαν ότι οι Κινέζοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής ήταν «συντηρητικοί» στην εφαρμογή μέτρων νομισματικής και δημοσιονομικής στήριξης τα τελευταία χρόνια για την υποστήριξη της ανάκαμψης στην αγορά ακινήτων, προσθέτοντας ότι αυτό «έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις αντιδράσεις άλλων χωρών σε σοβαρές κρίσεις ακινήτων».
Η ανεπαρκής χαλάρωση είναι πιθανό να οδηγήσει σε «παρατεταμένη αδυναμία της εμπιστοσύνης και της ιδιωτικής ζήτησης, καθώς και σε παρατεταμένο αποπληθωρισμό», προέβλεψαν οι αναλυτές, σημειώνοντας ότι για αυτούς τους λόγους απαιτούνται επιπλέον μέτρα τόνωσης από το Πεκίνο.
Τόνισαν ότι τέτοιου είδους δημοσιονομικές παρεμβάσεις αναμένεται να «επωμιστούν μεγαλύτερο μέρος του βάρους της σταθεροποίησης στο μέλλον», λόγω των «πολλών περιορισμών» που αντιμετωπίζει η νομισματική πολιτική και της «μειωμένης αποτελεσματικότητας της μετάδοσης» των μέτρων στην πραγματική οικονομία.